φιλοσυγγενής

φιλοσυγγενής
-ές, ΝΑ
αυτός που αγαπά τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + συγγενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοσυγγενής — loving one s relatives masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσυγγενῆ — φιλοσυγγενής loving one s relatives neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φιλοσυγγενής loving one s relatives masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φιλοσυγγενής loving one s relatives masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσυγγενέστατος — φιλοσυγγενής loving one s relatives masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσυγγένεια — ἡ, Α [φιλοσυγγενής] η αγάπη προς τους συγγενείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”